- κοτυληδόνες
- κοτυληδώνany cup-shaped hollowfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοτυληδόνες ή κοτύλες ή εμβρυόφυλλα — Τα πρώτα φύλλα του φυτού, τα οποία εμφανίζονται κατά το φύτρωμα των σπερμάτων και εξυπηρετούν την αποταμίευση ουσιών που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη του εμβρύου. Ο αριθμός των κ. αποτελεί σημαντικό ταξινομικό γνώρισμα των αγγειοσπέρμων, τα… … Dictionary of Greek
φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… … Dictionary of Greek
δικοτυλήδονος — ο βοτ. 1. αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικοτυλήδονα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο έχει δύο κοτυληδόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
αλευρόνη — η Βοτ. εφεδρική αζωτούχα ύλη που απαντά στα σπέρματα τών φανερόγαμων φυτών, και ιδιαίτερα στο πρωτεϊνικό στρώμα που περιβάλλει το έμβρυο ή στις κοτυληδόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ελληνογενές < άλευρο(ν) + κατάλ. όνη*, πρβλ. αγγλ. aleurone] … Dictionary of Greek
βεντούζα — η 1. μικρό συνήθως γυάλινο δοχείο με μεγάλο στόμιο που εφαρμόζεται στο δέρμα, αφού αραιωθεί από το εσωτερικό του o αέρας με τη βοήθεια θερμότητας ή με μηχανικό τρόπο με σκοπό να τραβήξει αίμα στο δέρμα 2. (για πρόσωπα) φορτικός, ενοχλητικός… … Dictionary of Greek
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek
κοτυληδονώδης — ες (Α κοτυληδονώδης, ώδες) [κοτυληδών] 1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα 2. γεμάτος κοτυληδόνες … Dictionary of Greek